- κρατευτήριον
- κρατευτήριον, τὸ (Α)το μέταλλο ή η πέτρα στην οποία τοποθετούσαν τις σούβλες για το ψήσιμο τού κρέατος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κρατευτής + επίθημα -τήριον (πρβλ. δουλευ-τήριον, ταμιευ-τήριον)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κρατευτήρια — κρατευτήριον neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κρατευτής — κρατευτής, ὁ (Α) 1. το κρατευτήριον* 2. στον πληθ. οἱ κρατευταί κομμάτια πέτρας που αποτελούσαν το υπόστρωμα λιθοστρώτου 3. μολύβδινες ράβδοι ορισμένου βάρους ή μεγέθους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κράτος (πρβλ. τελευτή: τέλος) με πιθ. επίδραση τού ρ. κρατεύω … Dictionary of Greek
Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… … Dictionary of Greek